- φυλλάριο
- το / φυλλάριον, ΝΜΑμικρό φύλλο, φυλλαράκινεοελλ.1. βοτ. α) κάθε υποδιαίρεση τού ελάσματος ενός σύνθετου φύλλουβ) παλαιότερη ονομασία γένους φαιοφυκών2. (ορυκτ.-πετρογρ.) καθεμία από τις λεπτές πλάκες στις οποίες διαχωρίζονται ή τείνουν να διαχωριστούν τα πετρώματα που παρουσιάζουν μεγάλη σχιστότητα, όπως λ.χ. ο φυλλίτηςαρχ.μτφ. πράγμα που τό παίρνει ο άνεμος, που χάνεται με την πρώτη δυσκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκ-άριον, παιδ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.