φυλλάριο

φυλλάριο
το / φυλλάριον, ΝΜΑ
μικρό φύλλο, φυλλαράκι
νεοελλ.
1. βοτ. α) κάθε υποδιαίρεση τού ελάσματος ενός σύνθετου φύλλου
β) παλαιότερη ονομασία γένους φαιοφυκών
2. (ορυκτ.-πετρογρ.) καθεμία από τις λεπτές πλάκες στις οποίες διαχωρίζονται ή τείνουν να διαχωριστούν τα πετρώματα που παρουσιάζουν μεγάλη σχιστότητα, όπως λ.χ. ο φυλλίτης
αρχ.
μτφ. πράγμα που τό παίρνει ο άνεμος, που χάνεται με την πρώτη δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκ-άριον, παιδ-άριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεροκάρδαμο — Φυτό της οικογένειας των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι ναστούρδιο το φαρμακευτικό. Πολυετής υδροχαρής πόα που φυτρώνει σε πηγές, στις όχθες ποταμών και στα χαντάκια. Έχει βλαστό κοίλο, αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… …   Dictionary of Greek

  • φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”